O Τζον και η Μικροσκοπική Νεράιδα
Ο Μικρός Τζον έλεγε «ΕΓΩ» σε όλα. Ανεξάρτητα από το αν η μητέρα του έβαζε ένα κομμάτι κέικ ή κάποια πουτίγκα στο τραπέζι, ο Τζον έλεγε πάντα «ΕΓΩ». Ωστόσο, όταν ερχόταν η ώρα να πάει για ύπνο, δεν έλεγε ποτέ «ΕΓΩ», γιατί φυσικά δεν ήθελε να πάει για ύπνο. Μια μέρα, όταν η μητέρα του τον είχε βάλει για ύπνο, σηκώθηκε από το κρεβάτι, στάθηκε στο παράθυρο και κοίταξε έξω.
Ήταν όλα σκοτεινά, εκτός από το φως του φεγγαριού. Οι κουρτίνες κινήθηκαν και τα φύλλα θρόισαν στον κήπο. Ξαφνικά, το αγόρι παρατήρησε μια μικρή σφαίρα φωτός να λάμπει κάτω στο γρασίδι, και μέσα σε αυτή, εντόπισε μια πολύ μικρή νεράιδα.
«Ποια είσαι;» ρώτησε ο Τζον
«Είμαι ΕΓΩ!» απάντησε η νεραιδούλα σιγανά. «Κι εσύ ποιος είσαι;»
«Είμαι ΕΓΩ!» Είπε ο Τζον.
Η νεραιδούλα χτύπησε τα χέρια της με χαρά.
«Με λένε ΕΓΩ κι εσένα σε λένε επίσης ΕΓΩ. Δεν έχει πλάκα;!»
Το όνομα του Τζον δεν ήταν ΕΓΩ, αλλά δεν την διόρθωσε.
«Θα ήθελες να παίξεις μαζί μου, ΕΓΩ;» ρώτησε η νεραιδούλα.
«Ναι, ΕΓΩ, θα το ήθελα πάρα πολύ», απάντησε ο Τζον.
Η νεραιδούλα έπιασε μια αχτίδα από το φως του φεγγαριού στα χέρια της και τη σκόρπισε σε όλο το δωμάτιο. Η αχτίδα μετατράπηκε σε πλήθος ζώων: φεγγαρόγατες, φεγγαρόσκυλοι, φεγγαροπόνι, ακόμη και φεγγαρόδρακοι που πετούσαν βγάζοντας φωτιά με την ανάσα τους. Η νεραιδούλα και ο Τζον προσπαθούσαν να πιάσουν τα ζώα του φεγγαριού. Ενώ ο Τζον έπαιζε ανέμελα, πάτησε άθελά του το πόδι της νεράιδας. Εκείνη άρχισε να κλαίει και ο Τζον ήθελε να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Τότε, μια φωνή ακούστηκε από τον κήπο, «Νεραιδούλα παιδί μου, γιατί κλαις;»
«Ο ΕΓΩ πάτησε το πόδι μου, μανούλα», είπε κλαίγοντας η νεράιδα.
“Ποιος πάτησε το πόδι σου;” ρώτησε η μαμά νεράιδα.
«Ο ΕΓΩ, μανούλα», φώναξε η νεράιδα.
«Δεν υπάρχει λόγος να κλαίς αν πάτησες εσύ το πόδι σου», είπε η μητέρα της αυστηρά, και τότε τέντωσε το χέρι της μέσα στο δωμάτιο και πήρε τη νεράιδα μακριά. Τα φεγγαρόζωα εξαφανίστηκαν και ο Τζον αποκοιμήθηκε.
Όταν η μητέρα του τον ρώτησε το επόμενο βράδυ, «Ποιος είναι κουρασμένος και θέλει να κοιμηθεί;» το αγόρι φώναξε αμέσως με χαρά, «ΕΓΩ!» Ήταν ενθουσιασμένος που θα έβλεπε ξανά τη νεραιδούλα και παρέμεινε έτσι κάθε βράδυ για το υπόλοιπο της ζωής του.