Ο Μικροσκοπικός Παπουτσής

Ο Μικροσκοπικός Παπουτσής

«Πες μου λοιπόν, Έμμα», είπε ο κ. Φιν στην Έμμα Ρις όταν τη συνάντησε στο δρόμο μια μέρα, «έχεις ακούσει ποτέ για κάποιον μικροσκοπικό παπουτσή;»
«Έναν μικροσκοπικό παπουτσή; Φυσικά και έχω, περισσότερες από μία φορές. Πολύ συχνά έχω ακούσει τον πατέρα μου να μιλάει για έναν!»

«Εσύ η ίδια όμως έχεις δει κανένα;»

«Όχι, ούτε μια φορά σε όλη μου τη ζωή. Αλλά ο παππούς μου, είδε έναν κάποτε. Μάλιστα είχε έναν μέσα στα χέρια του.»

«Στα χέρια του! Έμμα, πρέπει να μου μιλήσεις για αυτό!»

«Θα ήταν χαρά μου.»

«Ο παππούς μου βρισκόταν έξω στο χερσότοπο φέρνοντας σπίτι λίγη τύρφη. Το καημένο γέρικο άλογό του ήταν κουρασμένο και ο παππούς πήγε στο στάβλο να δει αν είχε φάει τη τροφή του. Καθώς πλησίασε την πόρτα, άκουσε κάτι να σφυροκοπάει – όπως ένας τσαγκάρης όταν φτιάχνει παπούτσια.»

«Ο παππούς μου αμέσως σκέφτηκε έναν μικροσκοπικό παπουτσή και είπε, “Θα ​​τον πιάσω αν μπορώ και μετά θα έχω αρκετά χρήματα για το υπόλοιπο της ζωής μου”.»

«Άνοιξε απαλά την πόρτα και κοίταξε τριγύρω. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα να δει, κι όμως, μπορούσε ακόμα να ακούσει σφυροκόπημα και σφύριγμα. Τότε ανακάλυψε το μικρό άντρα. Φορούσε ένα μικρό παλτό-ποδιά, είχε ένα σφυρί στο χέρι του και ένα μικρό κόκκινο σκουφάκι ύπνου στο κεφάλι του. Ο τσαγκάρης ήταν τόσο απασχολημένος με την κατασκευή του παπουτσιού που ούτε καν πρόσεξε τον παππού μου μέχρι τη στιγμή που τον άρπαξε με το χέρι του.»

«Τώρα σε κρατάω και δεν θα σε αφήσω να φύγεις μέχρι να μου δώσεις το πορτοφόλι με τα χρήματά σου!»

«Σταμάτα, σταμάτα», απάντησε ο παπουτσής. “Θα πάω να το φέρω!”»

«Ο παππούς μου, ο ανόητος, άνοιξε το χέρι του και ο μικρούλης έφυγε μακριά χοροπηδώντας και γελώντας. Δεν τον είδε ποτέ ξανά. Το μόνο που απέμεινε ήταν ένα μικρό παπούτσι που είχε αφήσει πίσω ο τσαγκάρης.»

«Ο παππούς μου ήταν πολύ θυμωμένος με τον εαυτό του που άφησε τον τσαγκάρη να δραπετεύσει. Κράτησε όμως το παπούτσι για όσο ζούσε και η μητέρα μου, μου είπε ότι ήταν το πιο χαριτωμένο παπούτσι που είχε δει ποτέ».