Η Πριγκίπισσα και το Κοράκι

Η Πριγκίπισσα και το Κοράκι

Σε ένα βασιλικό κάστρο ζούσε μια πολύ όμορφη και καλόκαρδη πριγκίπισσα. Όχι πολύ μακριά βρίσκονταν τα ερείπια ενός δεύτερου κάστρου με έναν όμορφο κήπο. Η πριγκίπισσα απολάμβανε να περπατάει σε αυτόν. Μια μέρα, περιπλανιόταν πάνω κάτω από το δεντρόφυτο μονοπάτι όταν μέσα από τις τριανταφυλλιές ξεπήδησε ένα μαύρο κοράκι. Ήταν πολύ αναστατωμένο και τραυματισμένο, οπότε η πριγκίπισσα το λυπήθηκε.

«Δεν είμαι κοράκι, είμαι ένας καταραμένος πρίγκιπας και πρέπει να περάσω τη νιότη μου σε αυτήν τη δυστυχία. Ω πριγκίπισσα, εσύ θα μπορούσες να με σώσεις. Μείνε μαζί μου για πάντα ως γυναίκα μου. Πες αντίο στα αγαπημένα σου πρόσωπα και έλα πίσω σε εμένα και σε αυτό το κάστρο. Ένα από τα δωμάτια είναι ακόμη κατοικήσιμο και σε αυτό υπάρχει ένα χρυσό κρεβάτι. Θα νιώθεις μοναξιά ζώντας εδώ, αλλά μην ξεχνάς – Ό, τι κι αν δεις ή ακούσεις τη νύχτα, δεν πρέπει να φωνάξεις με τρόμο, γιατί αν ουρλιάξεις έστω και μια φορά, η συμφορά μου θα διπλασιαστεί.»

Η ευγενική πριγκίπισσα άφησε τη μητέρα και τον πατέρα της και μετακόμισε στο μοναχικό κάστρο.

Δεν μπορούσε να κοιμηθεί την πρώτη νύχτα. Τα μεσάνυχτα, άκουσε κάτι να σέρνεται μέσα. Οι πόρτες άνοιξαν και ένα πλήθος από κακά φαντάσματα εισέβαλε. Εκείνη σχεδόν πέθανε από τον τρόμο – όμως δεν έκανε ούτε τον παραμικρό θόρυβο. Τότε ξαφνικά ο κόκορας λάλησε και όλα τα φαντάσματα εξαφανίστηκαν.

Τότε το κοράκι πήδηξε με χαρά μέσα στο δωμάτιο και ευχαρίστησε την πριγκίπισσα για το θάρρος της καθώς αυτό είχε ήδη μειώσει το βάσανό του.

Η πριγκίπισσα, παρ’ όλα αυτά, έκανε μια μοναχική ζωή και υπέμενε τις πιο φριχτές νύχτες.

Και έτσι πέρασαν δύο χρόνια και το κοράκι είπε στην πριγκίπισσα: «Η τιμωρία μου θα τελειώσει σε ένα χρόνο. Ωστόσο, προτού επιστρέψω στη φυσική μου μορφή, πρέπει να βγεις εκεί έξω στο μεγάλο κόσμο και να εργαστείς ως υπηρέτρια».

Η νεαρή πριγκίπισσα βγήκε και δούλεψε ως υπηρέτρια για έναν ολόκληρο χρόνο.

Ένα βράδυ, ύφαινε λινάρι και ήταν ήδη πολύ κουρασμένη όταν άκουσε μια χαρούμενη κραυγή. Ένας όμορφος νεαρός άνδρας μπήκε μέσα και γονάτισε μπροστά της, φιλώντας τα κουρασμένα της χέρια.

«Είμαι εγώ», ανακοίνωσε. «Είμαι ο πρίγκιπας που απελευθέρωσες από τα τρομερά δεινά του με την καλοσύνη σου. Έλα μαζί μου πίσω στο κάστρο μου.

Κι έτσι επέστρεψε στο κάστρο μαζί του, όπου είχε κάποτε βιώσει τόσα μαρτύρια. Ο πρίγκιπας και η καλόκαρδη πριγκίπισσα έζησαν εκεί μαζί για εκατό ευτυχισμένα χρόνια.