Η Λευκή Φλόγα

Η Λευκή Φλόγα

Μια φορά κι ένα καιρό, μια ομάδα τσιγγάνων κατασκήνωσε σε μια απέραντη, ακατοίκητη πεδιάδα. Αφού ο καθένας είχε χορτάσει με φαγητό και ποτό, ξάπλωσαν στις σκηνές τους και σύντομα ακούγονταν ροχαλητά, αφού είχαν κοιμηθεί σαν πουλάκια. Μόνο ο Τάρου, το φτωχότερο αγόρι σε ολόκληρη τη φυλή, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι είχε ερωτευτεί την Έστα, την όμορφη κόρη του αρχηγού, στην οποία άρεσε κι εκείνος πάρα πολύ.

Αλίμονο όμως, όταν ο Τάρου ζήτησε το χέρι της για να την παντρευτεί, ο γέρος αρχηγός είπε, «Είσαι ο φτωχότερος άντρας σε ολόκληρη τη φυλή μας. Δεν θα πάρεις την κόρη μου.»

Το αγόρι ένιωσε τρομερά θλιμμένο.

Αργότερα εκείνο το βράδυ, καθώς καθόταν έξω με τα άλογα, είδε μια λευκή φλόγα εκεί κοντά να φουντώνει και να εξαφανίζεται πάλι τρεις φορές. Έφερε ένα τσεκούρι και άρχισε να σκάβει στο σημείο όπου είχε εμφανιστεί. Μετά από λίγο, χτύπησε πάνω σε μια μικρή σιδερένια πόρτα – την οποία άνοιξε με μεγάλη προσπάθεια. Στη συνέχεια μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο που βρισκόταν λίγο πιο πέρα.

Άρχισε να ψάχνει γύρω, γύρω στο σκοτάδι μέχρι που μια φωνή που έμοιαζε με νάνου του είπε, «Ελευθέρωσέ με από αυτές τις αλυσίδες και θα σε κάνω πλούσιο».

«Πρώτα πες μου ποιος είσαι και γιατί είσαι αλυσοδεμένος».

Η φωνή απάντησε: «Είμαι καλικάτζαρος και ζω με τα αδέρφια μου ψηλά πάνω στα βουνά. Μια μέρα, ενώ είχαμε βγει για κυνήγι, κλέψαμε τον θησαυρό του βασιλιά νυφίτσα. Όταν ο βασιλιάς νυφίτσα το ανακάλυψε, μου έστησε ενέδρα και μετά με κλείδωσε εδώ μέσα.»

«Αν αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Τάρου, «Θα χαρώ να σου προσφέρω βοήθεια τώρα που τη χρειάζεσαι».

Έτσι απελευθέρωσε τον μικρό άντρα που στη συνέχεια χόρεψε γύρω, γύρω με χαρά.

Μετά από λίγο, ο καλικάτζαρος είπε: «Πρέπει να φύγω τώρα γιατί ο βασιλιάς νυφίτσα θα επιστρέψει από στιγμή σε στιγμή. Πάρε αυτό το δαχτυλίδι και φόρα το στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού σου χεριού. Αν είναι χρυσός αυτό που θέλεις, γύρνα το μία φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά και κάθε φορά θα βρίσκεις ένα χρυσό νόμισμα στο χέρι σου.

Τότε ο καλικάτζαρος έδωσε στο αγόρι το μαγικό δαχτυλίδι και έφυγε.

Ο Τάρου επέστρεψε στη σκηνή του και γύρισε το δαχτυλίδι τόσες πολλές φορές που μέχρι το πρωί μπόρεσε να παρουσιάσει στον αρχηγό έναν πελώριο σωρό χρυσών νομισμάτων για την όμορφη κόρη του, την Έστα. Λίγο αργότερα, ο Τάρου πήρε την Έστα ως σύζυγό του και έζησαν πολλά ευτυχισμένα χρόνια μαζί.